Anonymous

ἀνδρίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[ἀνήρ]]), [[καθιστώ]] κάποιον ανδρικό — Παθ. ή Μέσ., [[έρχομαι]] σε [[ηλικία]] ανδρός, [[συμπεριφέρομαι]] ως [[άνδρας]], έχω ανδρική [[συμπεριφορά]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνδρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[ἀνήρ]]), [[καθιστώ]] κάποιον ανδρικό — Παθ. ή Μέσ., [[έρχομαι]] σε [[ηλικία]] ανδρός, [[συμπεριφέρομαι]] ως [[άνδρας]], έχω ανδρική [[συμπεριφορά]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρίζω:''' <b class="num">1)</b> воспитывать как мужей, закалять (τοὺς τῇ ἐπιμελείᾳ γεωργοῦντας Xen.);<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med. вести себя как подобает мужам, быть мужественным Xen., Arst., Plut., Luc.: [[ἀνδριστέον]] Plat. нужно быть мужественным.
}}
}}