Anonymous

κτενίζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτενίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κτείς]]), [[χτενίζω]], [[κουράρω]] άλογα, σε Ευρ. — Μέσ., <i>κτενίζεσθαι κόμας</i>, [[χτενίζω]] τα μαλλιά μου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κτενίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κτείς]]), [[χτενίζω]], [[κουράρω]] άλογα, σε Ευρ. — Μέσ., <i>κτενίζεσθαι κόμας</i>, [[χτενίζω]] τα μαλλιά μου, σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κτενίζω [κτείς] kammen:; ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας wij kamden de manen van de paarden Eur. Hipp. 1174; med. zich kammen:. τὰς κόμας zijn haren kammen Hdt. 7.208.3.
}}
}}