Anonymous

ζωοτοκέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_6)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωοτοκέω''': εἶμαι [[ζωοτόκος]], γεννῶ ζῶντα, ἀντίθ. [[ᾠοτοκέω]], Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 10, κ. ἀλλ.· τὰ ζωοτοκοῦντα ζῷα γεννῶντα ζῶντα τὰ ἑαυτῶν τέκνα, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 2. 1, 12, κ. ἀλλ. - Παθ., γεννῶμαι ζῶν, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 12, 16. ΙΙ. [[προικίζω]] μὲ ζωήν, Ἐκκλ.
|lstext='''ζωοτοκέω''': εἶμαι [[ζωοτόκος]], γεννῶ ζῶντα, ἀντίθ. [[ᾠοτοκέω]], Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 10, κ. ἀλλ.· τὰ ζωοτοκοῦντα ζῷα γεννῶντα ζῶντα τὰ ἑαυτῶν τέκνα, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 2. 1, 12, κ. ἀλλ. - Παθ., γεννῶμαι ζῶν, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 12, 16. ΙΙ. [[προικίζω]] μὲ ζωήν, Ἐκκλ.
}}
{{elnl
|elnltext=ζωοτοκέω [ζωοτόκος] levendbarend zijn, levend baren.
}}
}}