Anonymous

λάτρευμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάτρευμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> στον πληθ., μισθωτή [[υπηρεσία]], <i>πόνων λατρεύματα</i>, επίπονη, οδυνηρή [[υπηρεσία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπηρεσία]], [[λατρεία]] στους θεούς, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[λάτρις]], [[μισθωτός]] [[υπηρέτης]], [[δούλος]], στον ίδ.
|lsmtext='''λάτρευμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> στον πληθ., μισθωτή [[υπηρεσία]], <i>πόνων λατρεύματα</i>, επίπονη, οδυνηρή [[υπηρεσία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπηρεσία]], [[λατρεία]] στους θεούς, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[λάτρις]], [[μισθωτός]] [[υπηρέτης]], [[δούλος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λάτρευμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> Soph. = [[λατρεία]] 1;<br /><b class="num">2)</b> pl. Eur. = [[λατρεία]] 2;<br /><b class="num">3)</b> слуга, раб (λ. τινα γᾶθεν ἐξορίζειν Eur.).
}}
}}