Anonymous

περιπετής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπετής:''' -ές ([[περιπεσεῖν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που πέφτει [[τριγύρω]], ἀμφὶμέσσῃ προσκείμενος [[περιπετής]], βρίσκεται να αγκαλιάζει με τα χέρια του [[ολόγυρα]] τη [[μέση]] της, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> τυλιγμένος, <i>πέπλοισι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἔγχος]] περιπετές, το [[ξίφος]] γύρω από το οποίο (δηλ. πάνω στο οποίο) έπεσε, ρίχτηκε (ο [[Αίας]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που πέφτει σε κίνδυνο κ.λπ.· με δοτ., σε Δημ.· περιπετὴς [[γενέσθαι]] τῇ αἰτίᾳ, [[υπόκειμαι]] σε..., σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που μεταβάλλεται [[ξαφνικά]], <i>περιπετέα πράγματα</i>, ξαφνική [[τροπή]] προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Ηρόδ.· <i>περιπετεῖς τύχαι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''περιπετής:''' -ές ([[περιπεσεῖν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που πέφτει [[τριγύρω]], ἀμφὶμέσσῃ προσκείμενος [[περιπετής]], βρίσκεται να αγκαλιάζει με τα χέρια του [[ολόγυρα]] τη [[μέση]] της, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> τυλιγμένος, <i>πέπλοισι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἔγχος]] περιπετές, το [[ξίφος]] γύρω από το οποίο (δηλ. πάνω στο οποίο) έπεσε, ρίχτηκε (ο [[Αίας]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που πέφτει σε κίνδυνο κ.λπ.· με δοτ., σε Δημ.· περιπετὴς [[γενέσθαι]] τῇ αἰτίᾳ, [[υπόκειμαι]] σε..., σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που μεταβάλλεται [[ξαφνικά]], <i>περιπετέα πράγματα</i>, ξαφνική [[τροπή]] προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Ηρόδ.· <i>περιπετεῖς τύχαι</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπετής:''' <b class="num">1)</b> упавший или падающий: τοῖς ὀρύγμασι π. [[γενέσθαι]] Plut. попасть в рвы; ἀμφὶ μέσσῃ π. Soph. обхватив поперек (тело мертвой Антигоны);<br /><b class="num">2)</b> попавший: [[ἔγχος]] περιπετές Aesch. вонзившийся (в тело) меч; ποιεῖν αὑτοῖς περιπετεῖς τοὺς πολεμίους Plut. опрокинуть врагов друг на друга, т. е. привести их в замешательство; ἐμφυλίοις πολέμοις π. [[γενέσθαι]] Plut. стать жертвой междоусобных войн; π. εἶναι τῇ χολῇ τῶν ἰάμβων (Ἀρχιλόχου) Luc. быть мишенью желчных ямбов Архилоха; [[πόλις]] αὐτὴ ἑαυτῇ π. γενομένη Plut. город, охваченный внутренними раздорами; π. τῇ αἰτίᾳ τοῦ φόνου [[γενέσθαι]] Plut. оказаться обвиненным в соучастии в убийстве;<br /><b class="num">3)</b> закутанный (πέπλοισι Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> изменившийся к худшему, несчастный, неудачный (τὰ πρήγματα Her.): περιπετεῖς ἔχειν τύχας Eur. попасть в беду.
}}
}}