Anonymous

διόστεος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διόστεος]], -ον (Α)<br />(για [[μέλη]] του σώματος) αυτός που έχει δύο οστά.
|mltxt=[[διόστεος]], -ον (Α)<br />(για [[μέλη]] του σώματος) αυτός που έχει δύο οστά.
}}
{{elru
|elrutext='''διόστεος:''' состоящий из двух костей (sc. [[κνήμη]] Arst.).
}}
}}