Anonymous

μαγεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰγεύω:''' ([[Μάγος]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μάγος]], [[χρησιμοποιώ]] μαγικά τεχνάσματα, σε Πλούτ.· με σύστ. αντ. <i>μέλημαγεύω</i>, [[τραγουδώ]] μαγικά τραγούδια ως [[μέρος]] μιας τελετουργίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., επικαλούμαι την [[εμφάνιση]] κάποιου με μαγικά τεχνάσματα, σε Ανθ.
|lsmtext='''μᾰγεύω:''' ([[Μάγος]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μάγος]], [[χρησιμοποιώ]] μαγικά τεχνάσματα, σε Πλούτ.· με σύστ. αντ. <i>μέλημαγεύω</i>, [[τραγουδώ]] μαγικά τραγούδια ως [[μέρος]] μιας τελετουργίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., επικαλούμαι την [[εμφάνιση]] κάποιου με μαγικά τεχνάσματα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγεύω:''' <b class="num">1)</b> быть сведущим в магическом искусстве, быть магом Plut., NT;<br /><b class="num">2)</b> ворожить, колдовать: βάρβαρα [[μέλη]] μ. Eur. петь заклинания на непонятном языке;<br /><b class="num">3)</b> чарами вызывать, околдовывать (ἔμψυχα Anth.).
}}
}}