Anonymous

ἀνέκλειπτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέκλειπτος]], -ον (Α)<br />[[ακατάπαυστος]], [[αδιάκοπος]].
|mltxt=[[ἀνέκλειπτος]], -ον (Α)<br />[[ακατάπαυστος]], [[αδιάκοπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέκλειπτος:''' непрекращающийся, нескончаемый, неистощимый ([[δύναμις]] Plut.; [[χορηγία]] Diod.; τὰ μέρη τοῦ διαστήματος Sext.).
}}
}}