Anonymous

κιχάνω: Difference between revisions

From LSJ
1,145 bytes added ,  31 December 2018
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῐχάνω:''' [ᾱ], παρατ. <i>ἐκίχᾱον</i>· οι υπόλοιπες διαθέσεις σχηματίζονται από το *[[κίχημι]], Επικ. υποτ. [[κιχείω]], <i>κιχείομεν</i>· ευκτ. [[κιχείην]], απαρ. <i>κιχῆναι</i>, μτχ. [[κιχείς]]· παρατ. ἐκίχην [ῐ], βʹ ενικ. <i>ἐκίχεις</i>, Επικ. αʹ πληθ. <i>κίχημεν</i>· γʹ δυϊκ. <i>κιχήτην</i>· ο Αττ. ενεστ. είναι [[κιγχάνω]] [ᾰ] — Μέσ. (με Ενεργ. [[σημασία]]), <i>κιχάνομαι</i>, μτχ. <i>κιχήμενος</i> (από το *[[κίχημι]]), μέλ. <i>κιχήσομαι</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ <i>κιχήσατο</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[φθάνω]], [[συναντώ]], [[βρίσκω]], [[καταλήγω]], [[εντυγχάνω]], σε Όμηρ.· [[προφθάνω]], [[προλαβαίνω]]· [[καταφθάνω]], [[προσεγγίζω]], στο ίδ.· <i>σὲ δουρὶ κιχήσομαι</i>, θα σε φθάσει, στο ίδ.· [[τέλος]] θανάτοιο κιχήμενον, [[θάνατος]] που είναι σίγουρο ότι θα συναντήσει [[κάποιος]], [[αναπόφευκτος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] με γεν., όπως το [[τυγχάνω]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κῐχάνω:''' [ᾱ], παρατ. <i>ἐκίχᾱον</i>· οι υπόλοιπες διαθέσεις σχηματίζονται από το *[[κίχημι]], Επικ. υποτ. [[κιχείω]], <i>κιχείομεν</i>· ευκτ. [[κιχείην]], απαρ. <i>κιχῆναι</i>, μτχ. [[κιχείς]]· παρατ. ἐκίχην [ῐ], βʹ ενικ. <i>ἐκίχεις</i>, Επικ. αʹ πληθ. <i>κίχημεν</i>· γʹ δυϊκ. <i>κιχήτην</i>· ο Αττ. ενεστ. είναι [[κιγχάνω]] [ᾰ] — Μέσ. (με Ενεργ. [[σημασία]]), <i>κιχάνομαι</i>, μτχ. <i>κιχήμενος</i> (από το *[[κίχημι]]), μέλ. <i>κιχήσομαι</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ <i>κιχήσατο</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[φθάνω]], [[συναντώ]], [[βρίσκω]], [[καταλήγω]], [[εντυγχάνω]], σε Όμηρ.· [[προφθάνω]], [[προλαβαίνω]]· [[καταφθάνω]], [[προσεγγίζω]], στο ίδ.· <i>σὲ δουρὶ κιχήσομαι</i>, θα σε φθάσει, στο ίδ.· [[τέλος]] θανάτοιο κιχήμενον, [[θάνατος]] που είναι σίγουρο ότι θα συναντήσει [[κάποιος]], [[αναπόφευκτος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] με γεν., όπως το [[τυγχάνω]], σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κιχάνω post-hom. praes. κιγχάνω; them. aor. ἔκιχον, ep. κίχον, conj. κίχω, ep. 3 sing. κίχῃσι, inf. κιχεῖν, ptc. κιχών, ep. stamaor. 1 plur. ἐκίχημεν, 3 dual. κιχήτην, conj. κιχείω, 1 plur. κιχείομεν, opt. 3 sing. κιχείη, inf. κιχήμεναι en κιχῆναι, ptc. κιχείς, med. κιχήμενος, post-hom. sigm. aor. ἐκίχησα, ptc. κιχήσας, ep. med. (ἐ)κιχησάμην; fut. κιχήσω, med. κιχήσομαι bereiken, achterhalen:; κιχάνει δίψά τε καὶ λιμός dorst en honger overvalt hem Il. 19.165; ook med.: σε δουρὶ κιχήσομαι ik zal je met mijn lans inhalen Il. 10.370; κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα ἱκόμεθ ’ als smekelingen komen wij hier bij uw knieën Od. 9.266. ontmoeten, aantreffen:; κιχήσατο δ ’ ἔνδον ἐόντας zij trof hen binnen aan Od. 6.51; ook met gen.: ἆρ ’ ἔτ ’ ἐμψύχου... κιχήσεταί μου; zal hij mij nog levend aantreffen? Soph. OC 1487.
}}
}}