Anonymous

ἀνανήφω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνανήφω:''' μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">1.</b> [[επιστρέφω]] στην νοητική [[διαύγεια]], [[νηφαλιότητα]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> μτβ., [[καθιστώ]] [[ξανά]] νηφάλιο [[κάτι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀνανήφω:''' μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">1.</b> [[επιστρέφω]] στην νοητική [[διαύγεια]], [[νηφαλιότητα]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> μτβ., [[καθιστώ]] [[ξανά]] νηφάλιο [[κάτι]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνανήφω:''' досл. протрезвляться, перен. приходить в себя (ἐκ τῆς παρακοπῆς Arst.): ἀνένηφε πρὸς τοὺς λογους Luc. он отрезвел от этих (моих) рассуждений; ἀνανήψαντες ἐν τῷ φόβῳ Plut. те, у которых от страха прошел хмель.
}}
}}