Anonymous

ζῳοτροφικός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(16)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (Ι)<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ζῳοτροφικός]], -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ), [[κατάλληλος]] για τη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ). ζωοκομικός, [[ζωοτεχνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ζῳοτροφική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[ζωοτροφία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (Ι)<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ζῳοτροφικός]], -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ), [[κατάλληλος]] για τη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ). ζωοκομικός, [[ζωοτεχνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ζῳοτροφική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[ζωοτροφία]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζῳοτροφικός -ή -όν [ζῳοτροφία] van de dierenhouderij; subst. ἡ ζ. ( sc. τέχνη ) dierenhouderij.
}}
}}