Anonymous

ὀχθέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤχθησα</i>, είμαι [[βαριά]] θυμωμένος, έχω [[βαθιά]] [[λύπη]] στην [[ψυχή]] μου, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ὀχθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤχθησα</i>, είμαι [[βαριά]] θυμωμένος, έχω [[βαθιά]] [[λύπη]] στην [[ψυχή]] μου, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχθέω:''' (только 3 л. pl. aor. [[ὤχθησαν]] и part. aor. ὀχθήσας)<br /><b class="num">1)</b> впадать в уныние, огорчаться: [[ὤχθησαν]] θεοί Hom. (услышав суровую речь Зевса), приуныли боги;<br /><b class="num">2)</b> приходить в негодование, негодовать (μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη Hom.).
}}
}}