Anonymous

ψωμίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψωμίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] με ψίχουλα ή ταΐζω με μικρές μπουκιές, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>οἷςψωμίζεται</i>, με τί ψίχουλα τρέφεται, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασχολούμαι]] με τη σίτητη άλλων,, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ψωμίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] με ψίχουλα ή ταΐζω με μικρές μπουκιές, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>οἷςψωμίζεται</i>, με τί ψίχουλα τρέφεται, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασχολούμαι]] με τη σίτητη άλλων,, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ψωμίζω:''' <b class="num">1)</b> кормить, преимущ. мелкими кусочками ([[παιδίον]] Arph.; τὰ βρεφη Plut.): ψωμίζεσθαί τινι Arph. питаться чем-л.; [[σῖτον]] ψ. Arst. кормить кусочками хлеба;<br /><b class="num">2)</b> раздаривать, раздавать (πάντα τὰ ὑπάρχοντα NT).
}}
}}