Anonymous

διανυκτερεύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διανυκτερεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διέρχομαι]], περνώ τη [[νύχτα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διανυκτερεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διέρχομαι]], περνώ τη [[νύχτα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διανυκτερεύω:''' (тж. δ. τὴν νύκτα Xen.) проводить ночь (ἐν τοῖς πότοις Plut.).
}}
}}