Anonymous

παραθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραθερμαίνω:''' [[θερμαίνω]] υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>παραθερμανθείς</i>, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το [[κρασί]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''παραθερμαίνω:''' [[θερμαίνω]] υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>παραθερμανθείς</i>, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το [[κρασί]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''παραθερμαίνω:''' разгорячать: παραθερμανθείς Aeschin. разгоряченный (вином).
}}
}}