3,270,629
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραθερμαίνω:''' [[θερμαίνω]] υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>παραθερμανθείς</i>, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το [[κρασί]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''παραθερμαίνω:''' [[θερμαίνω]] υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>παραθερμανθείς</i>, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το [[κρασί]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραθερμαίνω:''' разгорячать: παραθερμανθείς Aeschin. разгоряченный (вином). | |||
}} | }} |