Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακουργέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακοῦργος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πράττω]] [[κακά]], [[ασχολούμαι]] με δόλια πράγματα, αναλώνομαι στην [[ενασχόληση]] αθλίων πράξεων, σε Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για [[άλογο]], είμαι [[στρυφνός]], [[αχαλίνωτος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[προξενώ]] [[βλάβη]] ή [[κακό]] σε κάποιον, κακομεταχειρίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· [[λεηλατώ]] [[χώρα]], σε Θουκ.· [[διαφθείρω]], [[παραποιώ]], [[παραχαράσσω]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''κᾰκουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακοῦργος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πράττω]] [[κακά]], [[ασχολούμαι]] με δόλια πράγματα, αναλώνομαι στην [[ενασχόληση]] αθλίων πράξεων, σε Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για [[άλογο]], είμαι [[στρυφνός]], [[αχαλίνωτος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[προξενώ]] [[βλάβη]] ή [[κακό]] σε κάποιον, κακομεταχειρίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· [[λεηλατώ]] [[χώρα]], σε Θουκ.· [[διαφθείρω]], [[παραποιώ]], [[παραχαράσσω]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκουργέω:''' <b class="num">1)</b> творить зло, совершать преступление (κ. καὶ ἀδικεῖν Arph.): ὥπος οἱ νέοι μηδὲν κακουργῶσι Plat. (заботиться), чтобы молодые люди не бесчинствовали;<br /><b class="num">2)</b> причинять зло, наносить вред (τοῖς προβάτοις Plat.; περὶ τοὺς πολίτας Plat.): ὡς μηδ᾽ ὁ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἱδρὼς κακουργῇ Xen. (глаза защищены бровями), чтобы (стекающий) с головы пот не причинял им вреда;<br /><b class="num">3)</b> разорять, разрушать (τὴν πόλιν Plat., Arst.; τὴν χώραν καὶ τὰ κτήματα Plat.);<br /><b class="num">4)</b> извращать, искажать, портить (τὸν λόγον Plat.; τοὺς νόμους Dem.; τὴν μουσικήν Plut.): κ. ἐν τοῖς λόγοις Plat. недобросовестно спорить, играть словами, передергивать.
}}
}}