Anonymous

νοήμων: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοήμων:''' ([[νοέω]]), -ον, γεν. <i>-ονος</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπτικός]], [[ευφυής]], αυτός που διαθέτει [[νόηση]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει σωστή [[κρίση]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''νοήμων:''' ([[νοέω]]), -ον, γεν. <i>-ονος</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπτικός]], [[ευφυής]], αυτός που διαθέτει [[νόηση]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει σωστή [[κρίση]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοήμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> разумный, рассудительный, мудрый (ν. καὶ [[δίκαιος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся в здравом уме Her.
}}
}}