3,277,180
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοήμων:''' ([[νοέω]]), -ον, γεν. <i>-ονος</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπτικός]], [[ευφυής]], αυτός που διαθέτει [[νόηση]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει σωστή [[κρίση]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''νοήμων:''' ([[νοέω]]), -ον, γεν. <i>-ονος</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπτικός]], [[ευφυής]], αυτός που διαθέτει [[νόηση]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει σωστή [[κρίση]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοήμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> разумный, рассудительный, мудрый (ν. καὶ [[δίκαιος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся в здравом уме Her. | |||
}} | }} |