Anonymous

ἐπεσβόλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεσβόλος:''' -ον ([[ἔπος]], [[βάλλω]]), αυτός που ξεστομίζει απερίσκεπτα [[λόγια]], [[αυθάδης]], [[προσβλητικός]], [[αισχρολόγος]], [[βλάσφημος]], [[λοίδορος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπεσβόλος:''' -ον ([[ἔπος]], [[βάλλω]]), αυτός που ξεστομίζει απερίσκεπτα [[λόγια]], [[αυθάδης]], [[προσβλητικός]], [[αισχρολόγος]], [[βλάσφημος]], [[λοίδορος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεσβόλος:''' [[ἔπος]]<br /><b class="num">1)</b> невоздержный на язык, сыплющий оскорблениями, изрыгающий хулу ([[λωβητήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> колкий, язвительный ([[ἦχος]] ἀοιδῆς Anth.).
}}
}}