Anonymous

κόσμησις: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόσμησις:''' -εως, ἡ, [[τακτοποίηση]], διεθέτηση, [[διαρρύθμιση]], [[διακόσμηση]], [[διάταξη]], [[στολισμός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κόσμησις:''' -εως, ἡ, [[τακτοποίηση]], διεθέτηση, [[διαρρύθμιση]], [[διακόσμηση]], [[διάταξη]], [[στολισμός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόσμησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> благоустроенность, упорядоченность, слаженность, гармоничность (αἱ τῆς ψυχῆς κοσμήσεις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> устройство, украшение, орнаментировка (sc. τοῦ λουτροῦ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> украшение, наряд (ἀλοιφαὶ καὶ κοσμήσεις Plut.).
}}
}}