Anonymous

κηπίον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηπίον:''' τό, υποκορ. του [[κῆπος]]· [[περιβόλι]], [[παρτέρι]]· μεταφ., [[συμπλήρωμα]], [[προσθήκη]], [[στολισμός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κηπίον:''' τό, υποκορ. του [[κῆπος]]· [[περιβόλι]], [[παρτέρι]]· μεταφ., [[συμπλήρωμα]], [[προσθήκη]], [[στολισμός]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κηπίον -ου, τό, demin van κῆπος. tuintje. kepion (bepaalde haardracht).
}}
}}