Anonymous

ὑδραγωγός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(42)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, / [[ὑδραγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει το [[νερό]] (α. «[[υδραγωγός]] [[σωλήνας]]» — ο [[υδροσωλήνας]]<br />β. «υδραγωγὸς [[σείριος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[έκχυση]] εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[υδραγωγός]]<br />α) <b>τεχνολ.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο [[νερό]] από το [[υδραγωγείο]] στον [[τόπο]] διανομής και κατανάλωσης<br />β) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδραγωγός]] του Σύλβιους» ή «συλουίειος [[υδραγωγός]]»<br /><b>ανατ.</b><br />[[πόρος]] μέσω του οποίου επικοινωνεί η [[τρίτη]] με την τέταρτη [[κοιλία]] του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο [[υγρό]]<br />β) «[[υδραγωγός]] του κοχλία»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br />γ) «[[υδραγωγός]] της αίθουσας»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[άτομο]] που μεταφέρει [[νερό]], [[υδροφόρος]]<br />β) [[υδραγωγείο]]<br />γ) [[κατασκευαστής]] ή [[διευθυντής]] υδραγωγείων<br />δ) αυτός που καταναλώνει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br />ε) διουρητικό [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
|mltxt=-ο, / [[ὑδραγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει το [[νερό]] (α. «[[υδραγωγός]] [[σωλήνας]]» — ο [[υδροσωλήνας]]<br />β. «υδραγωγὸς [[σείριος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[έκχυση]] εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[υδραγωγός]]<br />α) <b>τεχνολ.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο [[νερό]] από το [[υδραγωγείο]] στον [[τόπο]] διανομής και κατανάλωσης<br />β) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδραγωγός]] του Σύλβιους» ή «συλουίειος [[υδραγωγός]]»<br /><b>ανατ.</b><br />[[πόρος]] μέσω του οποίου επικοινωνεί η [[τρίτη]] με την τέταρτη [[κοιλία]] του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο [[υγρό]]<br />β) «[[υδραγωγός]] του κοχλία»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br />γ) «[[υδραγωγός]] της αίθουσας»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[άτομο]] που μεταφέρει [[νερό]], [[υδροφόρος]]<br />β) [[υδραγωγείο]]<br />γ) [[κατασκευαστής]] ή [[διευθυντής]] υδραγωγείων<br />δ) αυτός που καταναλώνει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br />ε) διουρητικό [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδρᾰγωγός:''' <b class="num">I</b> 2 приводящий воду (ὁ [[σείριος]] Ἴσιδος [[ἀστήρ]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ гидрагог, специалист по водоснабжению Plut.
}}
}}