Anonymous

περιμάχητος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιμάχητος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός για τον οποίο γίνεται [[μάχη]], σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>οὐ περιμαχητόν</i>, [[πράγμα]] για το οποίο δεν θα πολεμούσε [[κάποιος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''περιμάχητος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός για τον οποίο γίνεται [[μάχη]], σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>οὐ περιμαχητόν</i>, [[πράγμα]] για το οποίο δεν θα πολεμούσε [[κάποιος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''περιμάχητος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> являющийся предметом борьбы, оспариваемый (друг у друга): [[ταῖσι]] φυλαῖς π. εἶναι Arph. быть нарасхват у фил; οὐ π. ἦν ἡ [[τροφή]] Plat. в пище недостатка не было;<br /><b class="num">2)</b> желанный, вожделенный (ὑπὸ πάντων [[ἐρώμενος]] καὶ π. Isocr.; τὰ περιμάχητα ἀγαθά Arst.);<br /><b class="num">3)</b> страстно борющийся, страстный, неукротимый ([[φιλοπλουτία]] καὶ [[φιληδονία]] Plut.).
}}
}}