3,258,147
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ουν</i>, Ιων. -χροιος, <i>-ον</i> ([[χρόα]])· αυτός που έχει καλό [[χρώμα]], [[ζωηρόχρωμος]], αυτός που έχει [[καλή]] όψη, όμορφη [[επιδερμίδα]] προσώπου, [[ακμαίος]], [[σφριγηλός]], [[υγιής]], σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. <i>-οώτερος</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''εὔχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ουν</i>, Ιων. -χροιος, <i>-ον</i> ([[χρόα]])· αυτός που έχει καλό [[χρώμα]], [[ζωηρόχρωμος]], αυτός που έχει [[καλή]] όψη, όμορφη [[επιδερμίδα]] προσώπου, [[ακμαίος]], [[σφριγηλός]], [[υγιής]], σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. <i>-οώτερος</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔχροος:''' стяж. [[εὔχρους]] 2 с красивым цветом (лица), цветущий, свежий (на вид) Xen., Arst. | |||
}} | }} |