Anonymous

μετανάστης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετανάστης:''' -ου, ὁ ([[ναίω]]), αυτός που έχει αλλάξει το [[σπίτι]] του, [[πλανόδιος]], [[μετανάστης]], [[συνήθως]] ως όρος επίπληξης, όπως το Σκωτικό land-louper (αυτός που σέρνεται σαν [[κάμπια]] στη γη), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μετανάστης:''' -ου, ὁ ([[ναίω]]), αυτός που έχει αλλάξει το [[σπίτι]] του, [[πλανόδιος]], [[μετανάστης]], [[συνήθως]] ως όρος επίπληξης, όπως το Σκωτικό land-louper (αυτός που σέρνεται σαν [[κάμπια]] στη γη), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετανάστης:''' ου ὁ переселенец или чужак ([[ἀτίμητος]] Hom.): μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων Her. ибо (мы, афиняне) - единственные из эллинов, которые не являются пришельцами.
}}
}}