Anonymous

κατάχυσις: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_8)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάχῠσις''': -εως, ἡ, τὸ καταχεῖν, τὸ νὰ χύνῃ τις [[ἄνωθεν]], ψυχροῦ πολλοῦ Ἱππ. Ἀφ. 1253˙ καταρράντισις, [[ῥαντισμός]], ὁ αὐτ. ἐν Ἄρθρ. 769. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] πρὸς χύσιν˙ [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. «προχοΐδια» ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «καταχύσεις» καὶ «προχόῳ» τῇ «καταχύσει»˙- «πρόχους Ἀττικοί, [[κατάχυσις]] Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 296. ΙΙ. = ἀήρ, Ἡσύχ.
|lstext='''κατάχῠσις''': -εως, ἡ, τὸ καταχεῖν, τὸ νὰ χύνῃ τις [[ἄνωθεν]], ψυχροῦ πολλοῦ Ἱππ. Ἀφ. 1253˙ καταρράντισις, [[ῥαντισμός]], ὁ αὐτ. ἐν Ἄρθρ. 769. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] πρὸς χύσιν˙ [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. «προχοΐδια» ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «καταχύσεις» καὶ «προχόῳ» τῇ «καταχύσει»˙- «πρόχους Ἀττικοί, [[κατάχυσις]] Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 296. ΙΙ. = ἀήρ, Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάχυσις -εως, ἡ [καταχέω] begieting.
}}
}}