Anonymous

εὐριπώδης: Difference between revisions

From LSJ
2b
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐριπώδης]], -ῶδες (Α) [[εύριπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με τον εύριπο<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς.
|mltxt=[[εὐριπώδης]], -ῶδες (Α) [[εύριπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με τον εύριπο<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρῑπώδης:''' <b class="num">1)</b> похожий на Эврип, т. е. бурный (τόποι τῆς θαλάττης Arst.);<br /><b class="num">2)</b> живущий в морском канале, рукаве или узком проливе (sc. ζῷα Arst.).
}}
}}