3,274,201
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αρτηριακός]], -ή, -όν) [[αρτηρία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] ο [[οποίος]] ανήκει ή αναφέρεται στην [[τραχεία]] και στους βρόγχους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αρτηριακή</i><br />φάρμακα για τη [[θεραπεία]] αρτηριακών ανωμαλιών. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[αρτηριακός]], -ή, -όν) [[αρτηρία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] ο [[οποίος]] ανήκει ή αναφέρεται στην [[τραχεία]] και στους βρόγχους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αρτηριακή</i><br />φάρμακα για τη [[θεραπεία]] αρτηριακών ανωμαλιών. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρτηριᾰκός:''' кровеносный ([[κοιλία]] τῆς καρδίας Plut.). | |||
}} | }} |