3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πελάγιος:''' -α, -ον και επίσης <i>-ος</i>, <i>-ον</i>· ([[πέλαγος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θαλάσσιος]], Λατ. [[marinus]], σε Ευρ.· λέγεται για ζώα, αυτός που ζει στη [[θάλασσα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τη [[θάλασσα]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]], σε Σοφ., λέγεται για σημαδούρες ή πλοία, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''πελάγιος:''' -α, -ον και επίσης <i>-ος</i>, <i>-ον</i>· ([[πέλαγος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θαλάσσιος]], Λατ. [[marinus]], σε Ευρ.· λέγεται για ζώα, αυτός που ζει στη [[θάλασσα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τη [[θάλασσα]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]], σε Σοφ., λέγεται για σημαδούρες ή πλοία, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πελάγιος:''' и 2 (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> морской ([[κλύδων]] Eur.; [[πλάξ]] Arph.; ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся в море: πλέουσαι αἱ [[νῆες]] πελάγιαι Thuc. плывущие по морю корабли. | |||
}} | }} |