Anonymous

βοάω: Difference between revisions

From LSJ
1,755 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοάω:''' ([[βοή]]), Επικ. γʹ ενικ. [[βοάᾳ]], γʹ πληθ. <i>βοόωσιν</i>, μτχ. [[βοόων]], Αττ. μέλ. <i>βοήσομαι</i>, Δωρ. <i>βοάσομαι</i>· μεταγεν. [[τύπος]] <i>βοήσω</i> (το <i>βοάσω</i> στον Ευρ. είναι υποτ. αορ. αʹ), αόρ. αʹ <i>ἐβόησα</i>, Επικ. <i>βόησα</i>, Ιων. [[ἔβωσα]] — Παθ., Ιων. αόρ. αʹ [[ἐβώσθην]], παρακ. <i>βεβόημαι</i>, Ιων. μτχ. [[βεβωμένος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], [[αλαλάζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.· <i>οἱ βοησόμενοι</i>, άνδρες έτοιμοι να κραυγάσουν (μέσα στην [[εκκλησία]] του δήμου), σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αντιλαλώ]], ηχώ, [[μουγκρίζω]], [[βρυχώμαι]], [[σκούζω]], στριγκλίζω, όπως ο [[άνεμος]] και τα κύματα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· αὐτὸ [[βοᾷ]], αυτό φανερώνεται από μόνο του, «φωνάζει» από μόνο του, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., επικαλούμαι κάποιον μεγαλόφωνα, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[φωνάζω]], [[κραυγάζω]] (για να ακούσει [[κάποιος]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με συστ. αιτ.· [[βοάω]] [[βοάν]], [[μέλος]] κ.λπ., σε Αριστοφ., Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[κοινολογώ]], [[διαδίδω]], [[γνωστοποιώ]], [[διαφημίζω]]· <i>πρήγματα βεβωμένα ἀνὰ Ἰωνίην</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐβώσθησαν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> με απαρ., [[κραυγάζω]] [[δυνατά]] επιτάσσοντας ή [[προστάζω]] με δυνατή [[φωνή]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Σοφ., Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''βοάω:''' ([[βοή]]), Επικ. γʹ ενικ. [[βοάᾳ]], γʹ πληθ. <i>βοόωσιν</i>, μτχ. [[βοόων]], Αττ. μέλ. <i>βοήσομαι</i>, Δωρ. <i>βοάσομαι</i>· μεταγεν. [[τύπος]] <i>βοήσω</i> (το <i>βοάσω</i> στον Ευρ. είναι υποτ. αορ. αʹ), αόρ. αʹ <i>ἐβόησα</i>, Επικ. <i>βόησα</i>, Ιων. [[ἔβωσα]] — Παθ., Ιων. αόρ. αʹ [[ἐβώσθην]], παρακ. <i>βεβόημαι</i>, Ιων. μτχ. [[βεβωμένος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], [[αλαλάζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.· <i>οἱ βοησόμενοι</i>, άνδρες έτοιμοι να κραυγάσουν (μέσα στην [[εκκλησία]] του δήμου), σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αντιλαλώ]], ηχώ, [[μουγκρίζω]], [[βρυχώμαι]], [[σκούζω]], στριγκλίζω, όπως ο [[άνεμος]] και τα κύματα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· αὐτὸ [[βοᾷ]], αυτό φανερώνεται από μόνο του, «φωνάζει» από μόνο του, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., επικαλούμαι κάποιον μεγαλόφωνα, σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[φωνάζω]], [[κραυγάζω]] (για να ακούσει [[κάποιος]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με συστ. αιτ.· [[βοάω]] [[βοάν]], [[μέλος]] κ.λπ., σε Αριστοφ., Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[κοινολογώ]], [[διαδίδω]], [[γνωστοποιώ]], [[διαφημίζω]]· <i>πρήγματα βεβωμένα ἀνὰ Ἰωνίην</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐβώσθησαν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> με απαρ., [[κραυγάζω]] [[δυνατά]] επιτάσσοντας ή [[προστάζω]] με δυνατή [[φωνή]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Σοφ., Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''βοάω:''' (fut. βοήσομαι - поздн. βοήσω; aor. ἐβόησα эп. βόησα, ион. [[ἔβωσα]]; pass.: aor. ἐβοήθην - ион. [[ἐβώσθην]], pf. βεβόημαι)<br /><b class="num">1)</b> тж. med. издавать крик(и), кричать, шуметь ([[ὀξύ]] Hom.): παραπολεῖ βοώμενος Arph. ты погубишь себя этим криком; τὸ [[πρᾶγμα]] [[βοᾷ]] Arph. дело говорит само за себя;<br /><b class="num">2)</b> шуметь, реветь ([[κῦμα]] [[βοάᾳ]] [[ποτὶ]] χερσον Hom.; [[βοᾷ]] [[πόντιος]] [[κλύδων]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> (о звуках) испускать, издавать, поднимать (ἰωάν Soph.; [[βοάν]] Arph.): [[ἄλγος]] β. Eur. жалобно вопить;<br /><b class="num">4)</b> громко звать, призывать (τινα Pind., Soph., Xen., Theocr., Luc.);<br /><b class="num">5)</b> кричать, громко приказывать (τινι ποιεῖν τι Soph., Eur., Xen.): β. τι Eur., Men. крикнуть, чтобы принесли что-л.;<br /><b class="num">6)</b> громко петь, распевать ([[μέλος]] Soph.): τὸν ὑμέναιον νύμφαν β. Eur. петь свадебную песнь в честь новобрачной;<br /><b class="num">7)</b> тж. med. воспевать, прославлять (βοᾶσθαι μακαρίαις ὑμνῳδίαις Eur.): Ἀλκμεωνίδαι ἐβώσθησαν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα Her. слава об Алкмеонидах разнеслась по всей Греции.
}}
}}