Anonymous

καταπυρπολέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(6_2)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπυρπολέω''': [[καταστρέφω]] ἢ ἐρημώνω διὰ [[πυρός]], πυρπολῶ, [[κατακαίω]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 243, Πολύβ. 5. 19, 8.
|lstext='''καταπυρπολέω''': [[καταστρέφω]] ἢ ἐρημώνω διὰ [[πυρός]], πυρπολῶ, [[κατακαίω]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 243, Πολύβ. 5. 19, 8.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπυρπολέω:''' сжигать (πάντα Polyb.): καταπεπυρπολημένος Arph. обгоревший.
}}
}}