Anonymous

εὔπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπλεκτος:''' Επικ. ἐΰ-πλ-, -ον ([[πλέκω]]), καλοπλεγμένος, καλοστριμμένος, λέγεται για την [[καλαθοπλεκτική]] [[τέχνη]] και για τα [[σχοινιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δίχτυα, σε Ευρ.
|lsmtext='''εὔπλεκτος:''' Επικ. ἐΰ-πλ-, -ον ([[πλέκω]]), καλοπλεγμένος, καλοστριμμένος, λέγεται για την [[καλαθοπλεκτική]] [[τέχνη]] και για τα [[σχοινιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δίχτυα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπλεκτος:''' эп. ἐΰπλεκτος 2 хорошо сплетенный, красиво свитый ([[σειρή]], [[δίφρος]] Hom.; ἄρκυες Eur.; [[κόμη]] Anth.).
}}
}}