Anonymous

καταιβάτης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταιβάτης:''' [ᾰ], ποιητ. αντί [[καταβάτης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[καταβαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[επίθετο]] του [[Δία]] που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για τον κεραυνό του, [[κάθετος]], αυτός που εξακοντίζεται, επιρρίπτεται, εκτοξεύεται, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον <i>Ἀχέροντα</i>, αυτός πάνω στον οποίο κατεβαίνει [[κανείς]], [[καθοδικός]], [[κατηφορικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καταιβάτης:''' [ᾰ], ποιητ. αντί [[καταβάτης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[καταβαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[επίθετο]] του [[Δία]] που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για τον κεραυνό του, [[κάθετος]], αυτός που εξακοντίζεται, επιρρίπτεται, εκτοξεύεται, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον <i>Ἀχέροντα</i>, αυτός πάνω στον οποίο κατεβαίνει [[κανείς]], [[καθοδικός]], [[κατηφορικός]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταιβάτης -ου [καταβαίνω] als adj. neerdalend, neerschietend:; κ. κεραυνός neerschietende bliksem Aeschl. PV 359; ook kom. epith. van Zeus. neerwaarts stromend:. καταιβάτης Ἀχέρων deAcheron die naar de onderwereld leidt Eur. Ba. 1361.
}}
}}