Anonymous

μισθάριον: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[μισθός]], μικρή [[αμοιβή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μισθάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[μισθός]], μικρή [[αμοιβή]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθάριον:''' (ᾰ) τό скромное жалование, жалкое вознаграждение Arph., Plut.
}}
}}