Anonymous

συλλήπτωρ: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συλλήπτωρ:''' -ορος, ὁ, [[συνεργάτης]], [[συνεργός]], [[βοηθός]], σε Αισχύλ.· <i>τινός</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''συλλήπτωρ:''' -ορος, ὁ, [[συνεργάτης]], [[συνεργός]], [[βοηθός]], σε Αισχύλ.· <i>τινός</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συλλήπτωρ -ορος, ὁ [συλλαμβάνω] helper, medewerker; met gen. met of in iets.
}}
}}