Anonymous

καθίστημι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθίστημι:''' Με μτβ. [[σημασία]]· στην Ενεργ., ενεστ., παρατ., μέλ.· στην Μέσ., αόρ. αʹ και μερικές φορές ενεστ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[στήνω]], [[εγκαθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[νῆα]] κατάστησον, σταμάτησέ το, φέρτο προς την [[ξηρά]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. [[δίφρον]], τον τοποθέτησε, τον στάθμευσε, [[πριν]] από την [[έναρξη]] της αρματοδρομίας, σε Σοφ. — Μέσ., ([[λαῖφος]]) <i>κατεστήσαντο</i>, στερέωσαν τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]], [[εγκαθιστώ]] σ' ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[επαναφέρω]], ἐς [[φῶς]] σὸν κατ. βίον, σε Ευρ. — Παθ., οὐκ ἂν [[χάρις]] καθίσταιτο, δεν θα αναγνωρίζονταν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]] ενώπιον άρχοντα ή βασιλιά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[τοποθετώ]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]], [[τοποθετώ]] αυτούς ως [[φρουρά]], ως φύλακες, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[προστάζω]], [[διορίζω]], [[τοποθετώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέσ. αόρ. αʹ, [[διορίζω]] τον εαυτό μου, ορίζομαι, [[ιδρύω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. <b>β)</b> [[ιδίως]], λέγεται για πολιτικές εισηγήσεις, [[ιδρύω]], [[νομοθετώ]], [[εισάγω]], <i>νόμους</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>κατ. πολιτείαν</i>, Λατ. constituere rempublicam, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., [[φρούρημα]] γῆςκαθίσταμαι, σε Αισχύλ.· <i>καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] κάποιον σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τινα ἐς ἀπόνοιαν</i>, <i>ἐς φόβον</i>, <i>ἐς ἀπορίαν</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>κ. τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ</i>, σε Ξεν.· επίσης, <i>κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν</i>, [[θέτω]] τον εαυτό μου στην [[κρίση]] των άλλων, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιου είδους, κ. τινα [[ψευδῆ]], σε Σοφ.· <i>ἄπιστον</i>, σε Θουκ.· [[σπανίως]] με απαρ., <i>καθ. τινα φεύγειν</i>, κάνω κάποιον να το βάλει στα πόδια, να τραπεί σε [[φυγή]], στον ίδ. — Μέσ., <i>τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων</i>, [[βγάζω]] τα προς το ζην μέσω ανόσιων, ανίερων πράξεων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> κάνω, [[εξακολουθώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. <b>Β.</b> αμτβ. σε Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. (επίσης με μέλ. [[καθεστήξω]]), και σε όλους τους χρόνους της Μέσ. ([[εκτός]] από τον αόρ. αʹ) και σε όλους της Παθ.· <b>1. α)</b> τίθεμαι, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, [[φθάνω]], <i>ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. <b>β)</b> [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[στέκομαι]] ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι ως [[φρουρός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· διορίζομαι, [[γίνομαι]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]], είμαι [[γαλήνιος]], [[στάσιμος]], λέγεται για το [[νερό]], σε Αριστοφ.· ομοίως επίσης, [[πνεῦμα]] καθεστηκός, στον ίδ.· ὁ [[θόρυβος]] κατέστη, έπεσε, μειώθηκε, ελαττώθηκε, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται και για πρόσωπα, <i>καταστάς</i>, [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], σε Αισχύλ.· ἡ καθεστηκυῖα [[ἡλικία]], η [[μέση]] [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> σε παρακ., [[έρχομαι]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[γίνομαι]], και σε αόρ. βʹ και υπερσ., είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταστάντων εὖ [[τῶν]] πρηγμάτων, [[καλώς]] εχόντων των πραγμάτων, στον ίδ.· <i>τίνι τρόπῳ καθέστατε;</i> με ποιο τρόπο ήρθατε; σε Σοφ.· <i>ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου</i> (ενν. <i>τοῦ πολέμου</i>), από το ξεκίνημά του, από την [[αρχή]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> θεσπίζομαι, εισάγομαι ή ιδρύομαι, [[επικρατώ]], [[υπάρχω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως μτχ. παρακ., αυτός που είναι, αυτός που υπάρχει, που υφίσταται, που είναι θεσπισμένος, αυτός που επικρατεί, τὸν [[νῦν]] κατεστεῶτα κόσμον, στον ίδ.· <i>οἱ καθεστῶτες νόμοι</i>, σε Σοφ.· τὰ [[καθεστῶτα]], η παρούσα [[κατάσταση]] των πραγμάτων στην [[ζωή]], στον ίδ.· ομοίως και, <i>τὰ κατεστεῶτα</i>, οι υπάρχοντες νόμοι, τα καθεστώτα ήθη κι έθιμα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> Παθ., [[αντιτίθεμαι]], [[εναντιώνομαι]], Τιτήνεσσι [[κατέσταθεν]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''καθίστημι:''' Με μτβ. [[σημασία]]· στην Ενεργ., ενεστ., παρατ., μέλ.· στην Μέσ., αόρ. αʹ και μερικές φορές ενεστ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[στήνω]], [[εγκαθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[νῆα]] κατάστησον, σταμάτησέ το, φέρτο προς την [[ξηρά]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. [[δίφρον]], τον τοποθέτησε, τον στάθμευσε, [[πριν]] από την [[έναρξη]] της αρματοδρομίας, σε Σοφ. — Μέσ., ([[λαῖφος]]) <i>κατεστήσαντο</i>, στερέωσαν τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]], [[εγκαθιστώ]] σ' ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[επαναφέρω]], ἐς [[φῶς]] σὸν κατ. βίον, σε Ευρ. — Παθ., οὐκ ἂν [[χάρις]] καθίσταιτο, δεν θα αναγνωρίζονταν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]] ενώπιον άρχοντα ή βασιλιά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[τοποθετώ]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]], [[τοποθετώ]] αυτούς ως [[φρουρά]], ως φύλακες, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[προστάζω]], [[διορίζω]], [[τοποθετώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέσ. αόρ. αʹ, [[διορίζω]] τον εαυτό μου, ορίζομαι, [[ιδρύω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. <b>β)</b> [[ιδίως]], λέγεται για πολιτικές εισηγήσεις, [[ιδρύω]], [[νομοθετώ]], [[εισάγω]], <i>νόμους</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>κατ. πολιτείαν</i>, Λατ. constituere rempublicam, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., [[φρούρημα]] γῆςκαθίσταμαι, σε Αισχύλ.· <i>καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] κάποιον σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τινα ἐς ἀπόνοιαν</i>, <i>ἐς φόβον</i>, <i>ἐς ἀπορίαν</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>κ. τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ</i>, σε Ξεν.· επίσης, <i>κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν</i>, [[θέτω]] τον εαυτό μου στην [[κρίση]] των άλλων, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιου είδους, κ. τινα [[ψευδῆ]], σε Σοφ.· <i>ἄπιστον</i>, σε Θουκ.· [[σπανίως]] με απαρ., <i>καθ. τινα φεύγειν</i>, κάνω κάποιον να το βάλει στα πόδια, να τραπεί σε [[φυγή]], στον ίδ. — Μέσ., <i>τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων</i>, [[βγάζω]] τα προς το ζην μέσω ανόσιων, ανίερων πράξεων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> κάνω, [[εξακολουθώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. <b>Β.</b> αμτβ. σε Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. (επίσης με μέλ. [[καθεστήξω]]), και σε όλους τους χρόνους της Μέσ. ([[εκτός]] από τον αόρ. αʹ) και σε όλους της Παθ.· <b>1. α)</b> τίθεμαι, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, [[φθάνω]], <i>ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. <b>β)</b> [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[στέκομαι]] ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι ως [[φρουρός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· διορίζομαι, [[γίνομαι]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]], είμαι [[γαλήνιος]], [[στάσιμος]], λέγεται για το [[νερό]], σε Αριστοφ.· ομοίως επίσης, [[πνεῦμα]] καθεστηκός, στον ίδ.· ὁ [[θόρυβος]] κατέστη, έπεσε, μειώθηκε, ελαττώθηκε, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται και για πρόσωπα, <i>καταστάς</i>, [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], σε Αισχύλ.· ἡ καθεστηκυῖα [[ἡλικία]], η [[μέση]] [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> σε παρακ., [[έρχομαι]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[γίνομαι]], και σε αόρ. βʹ και υπερσ., είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταστάντων εὖ [[τῶν]] πρηγμάτων, [[καλώς]] εχόντων των πραγμάτων, στον ίδ.· <i>τίνι τρόπῳ καθέστατε;</i> με ποιο τρόπο ήρθατε; σε Σοφ.· <i>ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου</i> (ενν. <i>τοῦ πολέμου</i>), από το ξεκίνημά του, από την [[αρχή]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> θεσπίζομαι, εισάγομαι ή ιδρύομαι, [[επικρατώ]], [[υπάρχω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως μτχ. παρακ., αυτός που είναι, αυτός που υπάρχει, που υφίσταται, που είναι θεσπισμένος, αυτός που επικρατεί, τὸν [[νῦν]] κατεστεῶτα κόσμον, στον ίδ.· <i>οἱ καθεστῶτες νόμοι</i>, σε Σοφ.· τὰ [[καθεστῶτα]], η παρούσα [[κατάσταση]] των πραγμάτων στην [[ζωή]], στον ίδ.· ομοίως και, <i>τὰ κατεστεῶτα</i>, οι υπάρχοντες νόμοι, τα καθεστώτα ήθη κι έθιμα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> Παθ., [[αντιτίθεμαι]], [[εναντιώνομαι]], Τιτήνεσσι [[κατέσταθεν]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθίστημι:''' ион. κᾰτίστημι (для перех. - impf. καταστήσω, aor. [[κατέστησα]]; для неперех. - aor. 2 [[κατέστην]], pf. [[καθέστηκα]], ppf. καθειστήκειν, fut. 3 [[καθεστήξω]]; med.: для перех. - praes. καθίσταμαι, fut. καταστήσομαι, aor. καταστεσάμην; для неперех. - только praes. и fut.)<br /><b class="num">1)</b> ставить, подавать (на стол) (κρητῆροι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> ставить, устанавливать (для старта) (δίφρους Soph.): κατεστήσαντο βοεῦσι (sc. [[λαῖφος]]) HH (мореплаватели) поставили парус с помощью ремней;<br /><b class="num">3)</b> останавливать ([[νῆα]] Hom.): τὸ ἠρεμίζεσθαι καὶ καθίστασθαι Arst. успокоение и остановка;<br /><b class="num">4)</b> помещать, приводить, привозить, доставлять, тж. направлять (τινὰ [[Πύλονδε]], τινὰ ἐς Νάξον Hom.; τινά τινι ἐς ἔλεγχον Her.; τοὺς Ἓλληνας εἰς Ἰωνίαν [[πάλιν]] κ. Xen.; τὰ [[ὅμηρα]] εἰς Ῥώμην Polyb.; τὸν στρατὸν εἰς Ἀρμενίαν Plut.): [[ποῖ]] [[δεῖ]] κ. [[πόδα]]; Eur. куда направить (свои) стопы?; κ. τινὰ εἰς ἀγῶνας Plut. привлекать кого-л. к судебной ответственности; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. предстать самому (добровольно) перед судом; ἐς [[φῶς]] τὸν βίον τινὸς κ. Eur. вернуть на (дневной) свет, т. е. воскресить кого-л.; [[ἡμῖν]] οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων [[χάρις]] καθίσταιτο Thuc. нам (лакедемонянам) эти труды не доставили бы никакой благодарности;<br /><b class="num">5)</b> ставить, расставлять, выставлять (προφύλακας Xen.): κ. τὴν φάλαγγα Xen. выстраивать войско;<br /><b class="num">6)</b> выставлять, предлагать, давать (τὴν σαὐτοῦ σωφροσύνην [[παράδειγμα]] τοῖς ἄλλοις Isocr.);<br /><b class="num">7)</b> тж. med. назначать (τινὰ ὕπαρχον и τινὰ ὕπαρχον εἶναι Her.; ἐγγυητάς τινι Arph., Plat.; ἄλλον ἄρχοντα Xen.; τινὰ εἰς [[ἀρχήν]] Lys. или ἐπὶ [[ἀρχήν]] Isocr.; νομοθέτας Arph.; τινὰ ἱερέα Arst.; τινὰ ἐπὶ τῆς θεραπείας [[αὐτοῦ]] NT; εἰς τὴν ἐσνάτην χώραν κατασταθεὶς [[ὑπό]] τινος Plut.): καθίστασθαι τοὺς ἄρχοντας Xen. назначить себе, т. е. избрать начальников;<br /><b class="num">8)</b> устанавливать, учреждать, вводить (νόμους Eur., Arst.; τελετάς Eur.; ἀγῶνας Isocr.; τὴν Ἱππίου τυραννίδα Arph.; ὀλιγαρχίαν, πολιτείαν Plat., Arst.);<br /><b class="num">9)</b> предпринимать (κρυφαῖον ἔκπλουν Aesch.);<br /><b class="num">10)</b> относить, причислять (τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς Xen.);<br /><b class="num">11)</b> ставить (в какое-л. положение), приводить (в какое-л. состояние): κ. τινὰ ἐς ἀπορίαν Plat. приводить кого-л. в смущение; κ. τινὰ ἐς φόβον Thuc. приводить кого-л. в ужас; κ. τινὰ ἐν ἀκινδύνῳ Xen. или εἰς ἀσφάλειαν Isocr. поставить кого-л. в безопасное положение; εἰς διαβολὰς καὶ κινδύνους καταστῆσαί τινα Lys. возвести на кого-л. грозное обвинение; ἐντιμότερόν τινα κ. Xen. осыпать кого-л. почестями; κλαίοντά τινα κ. Eur. заставлять кого-л. плакать; τινὰ φεύγειν κ. Thuc. обращать кого-л. в бегство; φανερόν τι κ. Thuc. наглядно показывать что-л.; ἐς τὸ φανερόν τινα κ. Xen. высоко вознести кого-л.; κ. τινὰ εἰς ἐρημίαν [[φίλων]] Plat. лишать кого-л. общества друзей; [[ψευδῆ]] ἑαυτὸν κ. πόλει Soph. показать себя лжецом перед городом; τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Thuc. превратить (свое) морское сражение в сухопутное; τὴν ζόην καταστήσασθαι [[ἀπό]] τινος Her. снискивать себе пропитание чем-л.; καταστῆσαι τὸν ἀκροατὴν εἰς τὰ [[πάθη]] Arst. разжечь страсти в слушателе; ἐλεεινὸν κ. ἑαυτόν Arst. возбудить сострадание к себе; εἰς βίον ἄτυφον κ. ἑαυτόν Plut. зажить непритязательной жизнью; [[ἀπωτάτω]] κ. τινος Plut. увести далеко от чего-л.;<br /><b class="num">12)</b> повергать, ввергать (τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Plat.; εἰς συμφοράς Isocr.; τινὰ εἰς κινδύνους Anth.);<br /><b class="num">13)</b> приходить, прибывать, поселяться (ἐς Αἴγιναν Her.; ἐς [[Ῥήγιον]] Thuc.): [[ὅποι]] [[καθέσταμεν]]; Soph. куда мы прибыли?;<br /><b class="num">14)</b> быть выставляемым (οὐδὲ φυλακὴ [[οὐδεμία]] καθειστήκει Xen.);<br /><b class="num">15)</b> быть назначаемым: [[στρατηλάτης]] καταστάς Eur. назначенный полководцем;<br /><b class="num">16)</b> тж. med. становиться ([[ἐχθρός]] τινος καθίσταμαι NT; ἀντὶ φίλου [[πολέμιον]] κ. Her.): [[φύλαξ]] δέ μου πιστὴ κατέστης Soph. ты стала верным моим стражем;<br /><b class="num">17)</b> тж. med. приходить (в какое-л. состояние), вступать (ἐς πόλεμόν τινι Eur., Arst., Plut.; εἰς μάχην Her., Plut.; εἰς διαφορὰν πρός τινα Plut.): κ. ἐς τὴν βασιλείαν Xen. вступать на престол; κ. ἐς φόβον Her. приходить в ужас; κ. ἐς λύπην Thuc. впадать в уныние, опечаливаться; τίνι τρόπῳ καθέστατε; Soph. в каком вы положении?, что с вами?; ἐν οἵῳ τρόπῳ κατέστη; Thuc. как (это) возникло?; [[ἄπαρνος]] καθίστασθαί τινος Soph. отрицать что-л.;<br /><b class="num">18)</b> успокаиваться, униматься (ὁ [[θόρυβος]] κατέστη Her.; ἡ [[στάσις]] κατέστη Arst.): [[ὅταν]] ἡ [[λίμνη]] καταστῇ Arph. когда озеро спокойно; [[ἕως]] τὰ πράγματα κατασταίη Lys. пока дела не уладятся; [[νόσημα]] κατέστη [[αὐτόματον]] Arst. болезнь сама собой прекратилась; [[ὅταν]] νοσῶν τις καταστῇ Arst. когда какой-л. больной выздоровеет; [[πνεῦμα]] καθεστηκός Arph. спокойный ветер; [[θάλασσα]] καθεστηκυῖα Polyb. спокойное море; καθεστῶτι προσώπῳ Plut. со спокойным выражением лица; καθεστηκυῖα [[ἡλικία]] Plat. спокойный (зрелый) возраст; καθεστηκυῖα [[τιμή]] Dem. установившаяся цена; [[ἔξω]] τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc. быть вне себя;<br /><b class="num">19)</b> (как pf.-praes.) быть: ὁ κατεστεὼς [[κόσμος]] Her. установленный, т. е. существующий (государственный) строй; τὰ [[καθεστῶτα]] Plat. или καθεστῶτες νόμοι Soph. существующие законы; τὰ [[καθεστῶτα]] Arst. сложившиеся обстоятельства; τὸ γίγνεσθαι καὶ ἀπόλλυσθαι ταὐτὸν καθέστηκε τῷ ἀλλοιοῦσθαι Arst. возникновение и исчезновение есть то же самое, что изменение.
}}
}}