Anonymous

καταψύχω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταψύχω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχραίνω]], [[καταψύχω]], [[παγώνω]], σε Αριστ. — Παθ., παρακ. <i>κατέψυγμαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατεψύχθην</i> και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για [[χώρα]], είμαι [[κατάξηρος]] ή [[άνυδρος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταψύχω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχραίνω]], [[καταψύχω]], [[παγώνω]], σε Αριστ. — Παθ., παρακ. <i>κατέψυγμαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατεψύχθην</i> και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για [[χώρα]], είμαι [[κατάξηρος]] ή [[άνυδρος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταψύχω:''' (ῡ) (aor. pass. κατεψύχθην и κατεψύγην)<br /><b class="num">1)</b> охлаждать (τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> освежать (τὴν γλῶσσάν τινος NT);<br /><b class="num">3)</b> иссушать ([[χώρα]] [[ἄδενδρος]] καὶ κατεψυγμένη Plut.);<br /><b class="num">4)</b> перен. охлаждать, унимать ([[πῆξαι]] καὶ καταψύξαι τινά Plut.).
}}
}}