Anonymous

ὀρνίθιον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρνίθιον:''' [νῑ], τό, υποκορ. του [[ὄρνις]], μικρό πουλί, [[πουλάκι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὀρνίθιον:''' [νῑ], τό, υποκορ. του [[ὄρνις]], μικρό πουλί, [[πουλάκι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρνίθιον:''' (νῑ) τό маленькая птичка, пичужка Her., Arst., Plut.
}}
}}