3,277,121
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεθιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνεθίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συνηθίσει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''συνεθιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνεθίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συνηθίσει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνεθιστέον [συνεθίζω] adj. verb. n. ( sc. ἐστίν ) men moet zich eraan wennen, met inf. om te. | |||
}} | }} |