Anonymous

συνεθιστέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεθιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνεθίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συνηθίσει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνεθιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνεθίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συνηθίσει, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεθιστέον [συνεθίζω] adj. verb. n. ( sc. ἐστίν ) men moet zich eraan wennen, met inf. om te.
}}
}}