3,277,381
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσκολία:''' ἡ ([[δύσκολος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[δυσαρέσκεια]], [[δυστροπία]], [[παραξενιά]], [[οξυθυμία]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]] (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Δημ. | |lsmtext='''δυσκολία:''' ἡ ([[δύσκολος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[δυσαρέσκεια]], [[δυστροπία]], [[παραξενιά]], [[οξυθυμία]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]] (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκολία:''' ἡ<b class="num">1)</b> недовольство, дурное настроение Arph., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> придирчивость, брюзгливость Plat., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> затруднение, трудность (δυσκολίας παρέχειν Arst.; πράγματα δυσκολίας ἔχοντα Plut.). | |||
}} | }} |