3,262,451
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δειροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τέμνω]]), [[κόβω]] το λαιμό ενός ανθρώπου, [[αποκεφαλίζω]], σὺδ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις, σε Όμηρ. | |lsmtext='''δειροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τέμνω]]), [[κόβω]] το λαιμό ενός ανθρώπου, [[αποκεφαλίζω]], σὺδ' [[ἄμφω]] δειροτομήσεις, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δειροτομέω:''' перерезывать шею, обезглавливать (τινα Hom.). | |||
}} | }} |