Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσκράτητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσκράτητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> δυσκολονίκητος<br /><b>2.</b> δυσκολοκυβέρνητος<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα υπομένει την [[εξουσία]] κάποιου.
|mltxt=[[δυσκράτητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> δυσκολονίκητος<br /><b>2.</b> δυσκολοκυβέρνητος<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα υπομένει την [[εξουσία]] κάποιου.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκράτητος:''' с трудом управляемый, которым трудно овладеть: τὸ δυσκράτητον τῆς ἐπιβολῆς Diod. неосуществимость замысла.
}}
}}