Anonymous

πρόπλοος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>, αυτός που πλέει από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, αἱπρόπλοι [[νῆες]], πλοία που προηγούνται, σε Θουκ.
|lsmtext='''πρόπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>, αυτός που πλέει από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, αἱπρόπλοι [[νῆες]], πλοία που προηγούνται, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόπλοος:''' <b class="num">I</b> стяж. [[πρόπλους]] 2 плывущий впереди ([[νῆες]] Thuc.).<br /><b class="num">II</b> стяж. [[πρόπλους]] ἡ (sc. [[ναῦς]]) плывущий впереди корабль, передовое судно Isocr.
}}
}}