Anonymous

καταδωροδοκέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδωροδοκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, διαφθείρομαι με δώρα ή δωροδοκούμαι, σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.
|lsmtext='''καταδωροδοκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, διαφθείρομαι με δώρα ή δωροδοκούμαι, σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-δωροδοκέω zich laten omkopen, ook med.
}}
}}