Anonymous

ὑδροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει, φέρει [[νερό]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ὑδροφόρος]], <i>ὁ</i> και <i>ἡ</i>, [[νεροκουβαλητής]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''ὑδροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει, φέρει [[νερό]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ὑδροφόρος]], <i>ὁ</i> και <i>ἡ</i>, [[νεροκουβαλητής]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδροφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ водоносец, водоноска Her., Xen. etc.<br />несущий воду ([[κόρη]] Plut.).
}}
}}