Anonymous

ἐπιτρέπω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτρέπω:''' Ιων. -[[τράπω]], μέλ. <i>-τρέψω</i>, αόρ. αʹ <i>-έτρεψα</i>, Ιων. <i>-έτραψα</i>· αόρ. βʹ <i>-έτραπον</i> — Παθ. και Μέσ., Ιων. αόρ. αʹ <i>-ετράφθην</i>· Παθ. αόρ. βʹ <i>-ετράπην</i>, Μέσ. <i>-ετρᾰπόμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυρίως]], [[στρέφω]] προς, σε Μέσ. αόρ. βʹ, θυμὸς ἐπετράπετο [[εἴρεσθαι]], η [[ίδια]] η [[καρδιά]] [[σου]] σε έσπρωχνε να ρωτήσεις, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρέπω]] [[κάτι]], το [[στρέφω]] πάνω σε, [[εμπιστεύομαι]] ή [[αναθέτω]] σε κάποιον ως θεματοφύλακα, φρουρό, διαχειριστή, [[μεταφέρω]], [[κληροδοτώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., σοὶ ἐπέτρεψεν [[πονέεσθαι]], εσένα μόνο άφησε να κοπιάζεις, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. μόνο, έχω [[εμπιστοσύνη]] σε, έχω [[πίστη]], στηρίζομαι, βασίζομαι σε, σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[αναφέρω]], [[παραπέμπω]] το [[θέμα]] σε κάποιον, το [[αφήνω]] στην [[κρίση]] του, σε Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως, στη Μέσ., [[εμπιστεύομαι]], [[αφήνω]] την υπόθεσή μου σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., δίνομαι, ανατίθεμαι, ᾧ λαοί τ' [[ἐπιτετράφαται]] (γʹ πληθ. παρακ. αντί ἐπιτετραμμένοι [[εἰσί]]), σε Ομήρ. Ιλ.· [[τῇς]] (ενν. <i>Ὥραις</i>) ἐπιτέτραπται [[οὐρανός]], οι πύλες του ουρανού έχουν δοθεί σε αυτές (ώστε να τις ανοίγουν και να τις κλείνουν), στο ίδ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., <i>ἐπιτρέπομαί τι</i>, επιφορτίζομαι με, μου έχει ανατεθεί [[κάτι]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παραδίδω]], [[παραχωρώ]], <i>Ποσειδάωνι νίκην ἐπέτρεψας</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐπ. τινί</i>, με απαρ., [[παραχωρώ]], [[επιτρέπω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[υποκύπτω]], [[υποχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[διατάζω]], [[παραγγέλλω]], <i>τινὶ ποεῖν τι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιτρέπω:''' Ιων. -[[τράπω]], μέλ. <i>-τρέψω</i>, αόρ. αʹ <i>-έτρεψα</i>, Ιων. <i>-έτραψα</i>· αόρ. βʹ <i>-έτραπον</i> — Παθ. και Μέσ., Ιων. αόρ. αʹ <i>-ετράφθην</i>· Παθ. αόρ. βʹ <i>-ετράπην</i>, Μέσ. <i>-ετρᾰπόμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυρίως]], [[στρέφω]] προς, σε Μέσ. αόρ. βʹ, θυμὸς ἐπετράπετο [[εἴρεσθαι]], η [[ίδια]] η [[καρδιά]] [[σου]] σε έσπρωχνε να ρωτήσεις, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρέπω]] [[κάτι]], το [[στρέφω]] πάνω σε, [[εμπιστεύομαι]] ή [[αναθέτω]] σε κάποιον ως θεματοφύλακα, φρουρό, διαχειριστή, [[μεταφέρω]], [[κληροδοτώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., σοὶ ἐπέτρεψεν [[πονέεσθαι]], εσένα μόνο άφησε να κοπιάζεις, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. μόνο, έχω [[εμπιστοσύνη]] σε, έχω [[πίστη]], στηρίζομαι, βασίζομαι σε, σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[αναφέρω]], [[παραπέμπω]] το [[θέμα]] σε κάποιον, το [[αφήνω]] στην [[κρίση]] του, σε Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως, στη Μέσ., [[εμπιστεύομαι]], [[αφήνω]] την υπόθεσή μου σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., δίνομαι, ανατίθεμαι, ᾧ λαοί τ' [[ἐπιτετράφαται]] (γʹ πληθ. παρακ. αντί ἐπιτετραμμένοι [[εἰσί]]), σε Ομήρ. Ιλ.· [[τῇς]] (ενν. <i>Ὥραις</i>) ἐπιτέτραπται [[οὐρανός]], οι πύλες του ουρανού έχουν δοθεί σε αυτές (ώστε να τις ανοίγουν και να τις κλείνουν), στο ίδ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., <i>ἐπιτρέπομαί τι</i>, επιφορτίζομαι με, μου έχει ανατεθεί [[κάτι]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παραδίδω]], [[παραχωρώ]], <i>Ποσειδάωνι νίκην ἐπέτρεψας</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐπ. τινί</i>, με απαρ., [[παραχωρώ]], [[επιτρέπω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[υποκύπτω]], [[υποχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[διατάζω]], [[παραγγέλλω]], <i>τινὶ ποεῖν τι</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτρέπω:''' ион.-дор. [[ἐπιτράπω]] (aor. 1 ἐπέτρεψα, aor. 2 [[ἐπέτραπον]]; pass.: aor. 1 ἐπετρέφθην, aor. 2 ἐπετράφην или ἐπετράπην, pf. [[ἐπιτέτραμμαι]])<br /><b class="num">1)</b> редко (только med. aor. 2 ἐπετραπόμην) досл. поворачивать, перен. склонять, побуждать: θυμὸς ἐπετράπετο Hom. возникло желание;<br /><b class="num">2)</b> передавать по наследству, завещать (παισὶν κτήματα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> поручать, вверять (οἶκον ἅπαντά τινι Hom.; τὴν [[ἀρχήν]] τινι Xen.; τι τῇ τύχῃ Arst.): ἐπιτραφθεὶς τὴν [[ἀρχήν]] Her. облеченный властью; ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν Thuc. те, на которых возложена была охрана;<br /><b class="num">4)</b> вручать, передавать, отдавать (τὴν πόλιν τινί Her.);<br /><b class="num">5)</b> уступать, предоставлять (τινὶ κρῖναι περί τινος Plat.): ἐ. νίκην τινί Hom. уступать кому-л. победу, т. е. признать себя побежденным кем-л.; γήραϊ ἐ. Hom. поддаться старости; ἐ. ταῖς ἐπιθυμίαις τινός Plat. считаться с чьими-л. желаниями; ἐ. τῇ ὀλιγαρχίῃ Her. ввести у себя олигархию; ἐ. τινὶ [[πονέεσθαι]] Hom. заставить кого-л. трудиться;<br /><b class="num">6)</b> тж. med. вверять себя, доверяться, тж. предоставлять на усмотрение или на решение (τινι и τί τινι Hom., Arst., Plut.; med. Her., Xen.);<br /><b class="num">7)</b> разрешать, позволять, допускать: οὐδενὶ ἐ. κακῷ εἶναι Xen. не допускать, чтобы кто-л. оказался трусом; μὴ ἐ. τινὶ ἀδικοῦντι Plat. никому не позволять совершать преступления;<br /><b class="num">8)</b> приказывать (τινὶ ποιεῖν τι Xen.).
}}
}}