Anonymous

ἀπολήγω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολήγω:''' Επικ. ἀπολ-[[λήγω]], μέλ. <i>-ίξω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[σταματώ]], αποσύρομαι, [[δίδω]] [[τέλος]], [[απέχω]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ., [[σταματώ]] να κάνω [[κάτι]], σε Όμηρ.· απόλ., [[παύω]], [[απέχω]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀπολήγω:''' Επικ. ἀπολ-[[λήγω]], μέλ. <i>-ίξω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[σταματώ]], αποσύρομαι, [[δίδω]] [[τέλος]], [[απέχω]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ., [[σταματώ]] να κάνω [[κάτι]], σε Όμηρ.· απόλ., [[παύω]], [[απέχω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολήγω:''' (у Hom. in [[arsi]] -ο-)<br /><b class="num">1)</b> оставлять, прекращать, переставать (μάχης Hom.; ἔρωτος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> прекращаться: [[ἀνδρῶν]] γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ᾽ ἀπολήγει Hom. одно поколение людей нарождается, другое умирает; ἀπολήγοντ᾽ ἄνεμοι Theocr. ветры утихают;<br /><b class="num">3)</b> оканчиваться, переходить (εἴς τι Arst., Plut., Luc.).
}}
}}