Anonymous

διευλαβέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐευλᾰβέομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηυλαβήθην</i>, αποθ., [[παίρνω]] καλές προφυλάξεις, [[προσέχω]], βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]] [[απέναντι]] σε, με αιτ. ή γέν., σε Πλάτ.
|lsmtext='''δῐευλᾰβέομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηυλαβήθην</i>, αποθ., [[παίρνω]] καλές προφυλάξεις, [[προσέχω]], βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]] [[απέναντι]] σε, με αιτ. ή γέν., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διευλᾰβέομαι:''' (aor. διηυλαβήθην)<br /><b class="num">1)</b> тщательно остерегаться, всячески беречься, избегать (τι Plat., Arst., Plut. и τινος Plat.; μὴ [[παθεῖν]] и μὴ στρέφηται τὰ κῶλα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> уважать, почитать (τινα ὡς πατέρα Plat.).
}}
}}