Anonymous

ἱππασία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππᾰσία:''' ἡ ([[ἱππάζομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> το ιππεύειν, ιππευτική [[άσκηση]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[οδήγηση]] άρματος, [[αρματηλασία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἱππᾰσία:''' ἡ ([[ἱππάζομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> το ιππεύειν, ιππευτική [[άσκηση]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[οδήγηση]] άρματος, [[αρματηλασία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππᾰσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> верховая езда (οἴκαδ᾽ ἐξ ἱππασίας βαδίζειν Arph.; [[σῶμα]] [[ἔποχον]] ταῖς ἱππασίαις Plut.): τὰς ἱππασίας ποιεῖσθαι Xen. ездить верхом;<br /><b class="num">2)</b> управление лошадьми или колесницей Luc.
}}
}}