Anonymous

καταρρέζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρρέζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[χτυπώ]] [[ελαφρά]] με την [[παλάμη]], [[χτυπώ]] χαϊδευτικά, [[θωπεύω]], όπως το Λατ. mulcere, <i>χειρὶ δέ μιν κατέρεξε</i> (Επικ. αντί <i>κατερρ-</i>), σε Όμηρ.· επίσης [[καρρέζουσα]] (Επικ. αντί <i>καταρρ-</i>), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''καταρρέζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[χτυπώ]] [[ελαφρά]] με την [[παλάμη]], [[χτυπώ]] χαϊδευτικά, [[θωπεύω]], όπως το Λατ. mulcere, <i>χειρὶ δέ μιν κατέρεξε</i> (Επικ. αντί <i>κατερρ-</i>), σε Όμηρ.· επίσης [[καρρέζουσα]] (Επικ. αντί <i>καταρρ-</i>), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρέζω:''' эп. [[καταρέζω]] (fut. καταρρέξω, aor. κατέρρεξα - эп. [[κατέρεξα]], эп. part. praes. f [[καρρέζουσα]]) гладить, ласкать (τινὰ χειρί Hom., Plut.).
}}
}}