Anonymous

καταπύγων: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπύγων:''' ὁ (πῡγή), [[λάγνος]], [[ασελγής]] [[άνθρωπος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταπύγων:''' ὁ (πῡγή), [[λάγνος]], [[ασελγής]] [[άνθρωπος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταπύγων, gen. -ονος [κατά, πυγή] comp. καταπυγωνίστερος, geil, wellustig.
}}
}}